Πολύ δύσκολα θα βρει κανείς σήμερα κάποιον που δεν έχει κάνει εξετάσεις σε κάποια φάση της ζωής του ή δεν έχει πάρει κάποια φάρμακα. Την απόφαση για αυτό, την παίρνει ο θεράπων ιατρός και – συνήθως – ο ασθενής πειθαρχεί διότι, αφενός εμπιστεύεται την επιστήμη, αφετέρου δεν έχει ιδιαίτερες γνώσεις ώστε να έχει προσωπική άποψη. Τις περισσότερες φορές μάλιστα δεν θέλει και να την αποκτήσει.
Εντούτοις η άσκηση της ιατρικής δεν γίνεται με ετσιθελικό τρόπο και δεν πρόκειται για ένα ‘’αποφασίζουμε και διατάζουμε’’. Η διαγνωστική και θεραπευτική προσέγγιση κάθε ασθενούς και του προβλήματος του, πρέπει να γίνεται με κανόνες οι οποίοι εξασφαλίζουν την μεγιστοποίηση του οφέλους του και την ελαχιστοποίηση των κινδύνων. Μέσα από αυτό το σκεπτικό, είναι νομίζω χρήσιμο να μάθουμε λίγα πράγματα για δυο τομείς για τους οποίους ο πληθυσμός, ελάχιστα γνωρίζει: Γιατί χρειάζομαι φάρμακα; Πως ενεργούν για το καλό μου; Τι ακριβώς είναι τα φάρμακα και πως δουλεύουν μέσα μου; Οι εξετάσεις που μου ζητούν να κάνω έχουν ρίσκο; Τι ισχύει για την ακτινοβολία που θα πάρω με κάποιες από αυτές; Άκουσα πως υπάρχει κίνδυνος, είναι αλήθεια; Αν και εσείς έχετε αναρωτηθεί για κάτι ανάλογο, διαβάστε τη συνέχεια.
Υπάρχουν φυσικές και τεχνητές πηγές ακτινοβολίας. Η φυσιολογικά υφιστάμενη ακτινοβολία υποστρώματος (ότι απόμεινε μέχρι σήμερα εξαιτίας του Big Bang) είναι η κύρια πηγή έκθεσης του πληθυσμού της γης. Τα επίπεδα της κυμαίνονται περίπου από 1.5 έως 3.5 millisievert κάθε χρόνο. Εν τούτοις μπορεί σε διάφορα σημεία της γης να είναι πολύ περισσότερο. Τα υψηλότερα επίπεδα έχουν διαπιστωθεί στην Ινδία (επαρχίες Κεμάλα και Μαντράς), στην Βραζιλία και το Σουδάν, καθώς και την περιοχή Ραμσάρ στο Ιράν όπου τα επίπεδα ετήσιας πρόσληψης μπορεί να κυμανθούν από 50 έως και 260 millisievert ανά έτος.
Στην διάρκεια της ζωής τους οι πληθυσμοί αυτών των περιοχών, μπορεί να προσλάβουν από τις φυσικές πηγές αρκετές χιλιάδες millisievert. Εντούτοις δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν πως προκύπτουν προβλήματα για την υγεία από αυτή την μεγαλύτερη έκθεση. Στο άρθρο αυτό μας απασχολούν οι ακτινοδιαγνωστικές εξετάσεις που είναι η κύρια πηγή έκθεσης του πληθυσμού σε τεχνητές πηγές. Έχει υπολογιστεί πως οι ιατρικές εξετάσεις, προσθέτουν περίπου ένα έκτο στη δόση της ακτινοβολίας που δέχεται ο πληθυσμός από το περιβάλλον.
Οι θεράποντες ιατροί που παραπέμπουν τους ασθενείς για αυτές τις εξετάσεις προκειμένου να καταλήξουν σε μια διάγνωση, γνωρίζουν την ενδεχόμενη βλαπτική επίδραση από τυχόν υπερβολική έκθεση, όμως δεν είναι πάντοτε καλά και λεπτομερώς πληροφορημένοι σχετικά με αυτό το θέμα. Το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και με εκείνους (ακτινολόγοι – χειριστές μηχανημάτων), που τις εκτελούν.
Σε παγκόσμια κλίμακα επίσης, είναι σαφές ότι ο πληθυσμός δεν είναι εύκολο να βρει ακριβείς και αξιόπιστες πληροφορίες, σχετικά με τους κινδύνους που ενδεχόμενα υπάρχουν από την ακτινοβολία στην οποία κάποιος εκτίθεται για να κάνει ιατρικές εξετάσεις.
Βέβαια, η παραγγελία και η διενέργεια ακτινολογικών εξετάσεων στην διαγνωστική και κλινική ιατρική είναι απόλυτα παραδεκτή και δικαιολογημένη διότι αποσκοπεί να δώσει πληροφορίες που θα χρησιμοποιηθούν για το συμφέρον του ασθενούς. Αυτό επομένως σημαίνει ότι (ο μικρός) κίνδυνος από την ακτινοβολία, αντισταθμίζεται. Μιλάμε πάντως για κίνδυνο, διότι όπως είναι γνωστό ακόμα και οι μικρές δόσεις ακτινοβολίας δεν είναι εντελώς ακίνδυνες.
Σχέση των επιπέδων της δόσης και του κινδύνου
Όπως δείχνουν διάφορες μελέτες, η μέση δόση που λαμβάνει ένας ασθενής από μία συγκεκριμένη ακτινολογική εξέταση κυμαίνεται και δεν είναι ίδια στα διάφορα νοσοκομεία και εξεταστικά κέντρα ή εργαστήρια. Τις περισσότερες φορές οι ακτινοδιαγνωστικές εξετάσεις, παρουσιάζουν επίπεδα προσλαμβανόμενης δόσης που ποικίλουν από ένα μηχάνημα σε ένα άλλο, ακόμα δε και από τον ένα στον άλλο ασθενή.
Με αυτό σαν δεδομένο, αλλά και το γεγονός ότι έννοιες όπως millirem sievert ή ‘’ενεργός δόση’’ δεν είναι κατανοητές από μη ειδικούς, στο άρθρο θα χρησιμοποιήσουμε μερικά στοιχεία που συγκρίνουν την ακτινοβολία που μπορεί να πάρουμε στις εξετάσεις για ιατρικούς σκοπούς, με εκείνη που παίρνουμε στο περιβάλλον μας κάθε ημέρα, δηλαδή την φυσική ακτινοβολία ‘’υποστρώματος’’ ή όπως αλλιώς θα λέγαμε την κοσμική ακτινοβολία που φτάνει έως την επιφάνεια του πλανήτη.
Έτσι μπορούμε να έχουμε μια καλή ιδέα για το πόση ακτινοβολία ‘’φορτωνόμαστε’’, η οποία ποικίλει από εξέταση σε εξέταση (δεν εκτιθέμεθα σε όλες τις εξετάσεις το ίδιο), ανάλογα με το τι θέλουμε να απεικονίσουμε.
Για παράδειγμα, μια ακτινογραφία στα χέρια ή τα πόδια, μας δίνει τόση ακτινοβολία, όση περίπου παίρνουμε από το περιβάλλον σε χρόνο 1,5 περίπου ημέρας. Μια ακτινογραφία θώρακος, ισοδυναμεί περίπου με τρείς ημέρες και μια κρανίου 11 ημέρες. Οι ισοδυναμίες αυτές αυξάνουν όταν κάνουμε ακτινογραφίες θωρακικής μοίρας της Σπονδυλικής στήλης, (4 μήνες), οσφυϊκής μοίρας (7 μήνες), λεκάνης (4 μήνες), κοιλιάς (6 μήνες) κλπ.
Οι αριθμοί μεγαλώνουν σημαντικά όταν οι εξετάσεις είναι περισσότερο πολύπλοκες. Έτσι μια ενδοφλέβια πυελογραφία (14 μήνες), ένα βαριούχο γεύμα (16 μήνες), και ένας βαριούχος υποκλυσμός (42 μήνες), πολλαπλασιάζουν την ακτινοβολία που δεχόμαστε. Φυσικά εδώ, πρέπει να τονιστεί ότι ο κίνδυνος, όπως είπαμε ήδη, δεν είναι σπουδαίος.
Στις ημέρες μας, μια από τις πλέον συχνά εκτελούμενες εξετάσεις είναι η αξονική τομογραφία. Στην περίπτωση της, για έλεγχο επί παραδείγματι του κρανίου, η ακτινοβολία ισοδυναμεί με 1 χρόνο περιβαλλοντικής έκθεσης. Για έλεγχο θώρακα 3,6 χρόνια, για κοιλιά και λεκάνη 4,5 χρόνια. Σε περίπτωση ελέγχου με τον αξονικό τομογράφο, περισσότερων της μιας περιοχών, οι αριθμοί αυτοί αυξάνουν αθροιστικά.
Η ακτινοβολία των ιατρικών διαγνωστικών εξετάσεων όμως, δεν προέρχεται μόνο από τις ακτινολογικές (λεγόμενες και απεικονιστικές) εξετάσεις, αλλά μπορεί να προέρχεται και από ραδιοϊσοτοπικές μελέτες που χρειάζονται για τον έλεγχο πνευμόνων, καρδιάς, νεφρών, οστών, θυρεοειδούς, κλπ. Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να έχουμε ισοδυναμίες από 7 εβδομάδες έως και 2,7 χρόνια ανάλογα με το είδος της εξέτασης, και την δόση και το είδος του ραδιοϊσότοπου που θα χρησιμοποιήσουμε. Τέλος, μπορούμε να αναφέρουμε πως, στην τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (γνωστή σαν PET), η ακτινοβολία είναι σημαντική και ανάλογη με την έκταση της απεικονιζόμενης περιοχής. Έτσι αν πρόκειται για έλεγχο κεφαλής, η ισοδυναμία είναι περίπου 2,3 χρόνια.
Με τα παραπάνω δεδομένα, αξίζει να μνημονεύσουμε πριν κλείσει αυτό το άρθρο ότι:
1. Τα χρησιμοποιούμενα μηχανήματα βελτιώνονται διαρκώς και έτσι επιτυγχάνονται πολύ καλές εικόνες με λιγότερη ακτινοβολία, εφόσον βέβαια στα νοσοκομεία, ιατρεία, διαγνωστικά κέντρα κλπ, εκσυγχρονίζονται συχνά και ακολουθούν τις προδιαγραφές που ορίζονται από την Ε.Ε
2. Ο έλεγχος της τήρησης των σωστών προδιαγραφών γίνεται από το Δημόκριτο και για να δοθεί άδεια, προηγούνται λεπτομερείς έλεγχοι. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να βελτιωθούν περισσότερο τα πράγματα ώστε να υπάρχει και παρακολούθηση για τα χρόνια λειτουργίας, την παλαιότητα, την σωστή συντήρηση κλπ. Κάποια βήματα προς αυτή την κατεύθυνση έγιναν τα τελευταία χρόνια.
Συμπέρασμα.
Οι ακτινολογικές και απεικονιστικές εξετάσεις, είναι αναγκαίες και χρήσιμες αλλά δεν είναι αθώες και για το λόγο αυτό πρέπει να γίνονται με απόλυτη ένδειξη και φειδώ.
Ο κρατικός έλεγχος πρέπει να βελτιωθεί ώστε να εξασφαλίζει απόλυτα την ασφάλεια των πολιτών.
Είναι φρόνιμο, όταν μπορούμε να κάνουμε την δουλειά μας με υπέρηχους και μαγνητική τομογραφία να το προτιμούμε, διότι στις εξετάσεις αυτές δεν υπάρχει καθόλου ακτινοβολία.
Επειδή σε εξετάσεις υψηλής δοσολογίας (αξονική τομογραφία, βαριούχος υποκλυσμός, ενδοφλέβια πυελογραφία), αποδίδεται η μεγαλύτερη μερίδα της συνολικής ακτινοβολίας που παίρνει ο πληθυσμός, οι γιατροί πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και να ζητούν τις εξετάσεις αυτές με μεγάλη προσοχή και κατόπιν ώριμης σκέψης για τα προσδοκώμενα οφέλη.
Το ρίσκο στις εξετάσεις που δίνουν ακτινοβολία, κυμαίνεται από το αμελητέο (π.χ 1 στο εκατομμύριο μεγαλύτερο ρίσκο για καρκίνο από μια ακτινογραφία θώρακος), έως το 1 στις 2000 για μια αξονική τομογραφία. Είναι σαφές επομένως ότι, δεν υπάρχει σοβαρό πρόβλημα, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως μπορούμε να το αγνοούμε εντελώς και να μην είμαστε μετρημένοι στις εξετάσεις μας.
Ο κίνδυνος από ακτινοβολία είναι πολύ μικρότερος για τους μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους, (οι οποίοι κυρίως έχουν την ανάγκη να κάνουν εξετάσεις), διότι ο χρόνος ζωής που τους απομένει είναι μικρότερος από ότι σε παιδιά που έχουν την ζωή ‘’μπροστά τους’’.
Αντιθέτως λοιπόν, ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος έως και τρείς φορές για τα παιδιά, στα οποία πρέπει να είμαστε πολύ αυστηρότεροι όταν θα κάνουμε εξετάσεις που σημαίνουν ακτινοβολία.
Εν τέλει, και προκειμένου να μην βγάλει ο αναγνώστης λαθεμένα συμπεράσματα, καλό είναι για να καταλάβουμε, να συγκριθούν οι αριθμοί που αναφέρθηκαν έως εδώ με εκείνους που, κατά εκτίμηση, αφορούν δραστηριότητες της καθημερινότητας μας.
Έτσι αρκεί να αναφέρουμε ότι ένας δικυκλιστής αντιμετωπίζει κατά 1 στα 500 ετήσιο κίνδυνο για τη ζωή του, ένας αγρότης 1 στα 9.000 και μια νοικοκυρά 1 στα 100.000.
Αν συνυπολογίσουμε και τους καπνιστές (20 τσιγάρα την ημέρα = κίνδυνος 1/200 για την ζωή τους), μπορούμε να έχουμε ένα καλό μέτρο σύγκρισης ώστε να μην φοβόμαστε χωρίς λόγο αλλά και να μην κάνουμε εξετάσεις με ακτινοβολία ‘’για ψύλλου πήδημα’’.
Δείτε και: Ακτινοβολία και εγκυμοσύνη
Βότανα στην ακτινοθεραπεία – ακτινοβολία. Προσφέρουν.