Αρχική » Ιατρικά Θέματα » Στόμα και κακοσμία. Γιατί μυρίζει και τι πρέπει να κάνουμε.

Στόμα και κακοσμία. Γιατί μυρίζει και τι πρέπει να κάνουμε.

Το ποσοστό των ανθρώπων με κακοσμία του στόματος, κινείται ανάμεσα στο 25 έως 30%. Απασχολεί εξίσου όλους και δεν σχετίζεται με το μορφωτικό, το οικονομικό ή το επαγγελματικό επίπεδο.  

Η κακοσμία του στόματος δεν γίνεται πάντα αντιληπτή από αυτούς που την έχουν, γίνεται όμως πάντα αντιληπτή από τους τρίτους.

Όσοι ή όσες έχουν το πρόβλημα ενοχλούνται όπως είναι φυσικό ιδιαίτερα και αρκετά συχνά αντιμετωπίζουν την κατάσταση με εκνευρισμό και άγχος, ενίοτε δε και αποφυγή των πολλών κοινωνικών συναναστροφών.

Στο οικογενειακό επίπεδο τα πράγματα δεν είναι πιο ευχάριστα. Σε ορισμένες περιπτώσεις με έντονο πρόβλημα, οι προεκτάσεις τόσο για αυτόν που μυρίζει το στόμα του όσο και για τα μέλη της οικογένειας, είναι σημαντικές. Για όλους αυτούς τους λόγους αλλά και άλλους που θα εκτεθούν πιο κάτω, ο πάσχων χρειάζεται διερεύνηση και αντιμετώπιση.

Επειδή αρκετά συχνά ο ασθενής που αιτιάται κακοσμία, παρουσιάζει με ‘’δραματικό’’ τρόπο το πρόβλημα του, είναι πιθανό ο γιατρός να το υποβαθμίσει θεωρώντας το νευρωτικό. Αυτό είναι πολύ μεγάλο λάθος και όχι μόνο αδικεί τον ασθενή αλλά ίσως και να τον εκθέτει σε σοβαρό κίνδυνο.

Μια κακοσμία του στόματος με δεδομένη την ποικιλία των αιτίων που μπορούν να την προκαλέσουν, χρειάζεται να διερευνηθεί από ιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων όπως τον οδοντίατρο, ωτορινολαρυγγολόγο, στοματολόγο κλπ.

Είναι πολύ πιθανό οι γιατροί αυτοί να χρειαστεί να συνεργαστούν και με γιατρούς άλλων ειδικοτήτων, όπως ο παθολόγος, ο γαστρεντερολόγος, ο πνευμονολόγος, ο ενδοκρινολόγος (διαβητολόγος) ή ο νεφρολόγος κά.

Η συνεργασία αυτή είναι αναγκαία, αν τελικά αποδειχτεί ότι τα αίτια της κακοσμίας δεν είναι τοπικά. Έτσι θα πρέπει να στρέψουμε το ενδιαφέρον μας στο στοματοφάρυγγα και τον ρινοφάρυγγα, το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα, τις  παραρρίνιες κοιλότητες, ενδεχομένως το κατώτερο αναπνευστικό σύστημα και ακόμα το πεπτικό σύστημα. Η γενική κατάσταση της υγείας του ασθενούς πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη.

Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες, οι οποίοι μπορεί να δώσουν δυσάρεστη οσμή στο στόμα των ανθρώπων. Μπορεί να βρίσκονται τοπικά, να είναι συστηματικοί ή τέλος να δρουν συνδυασμένα.

Οι ωτορινολαρυγγολόγοι συνήθως, ελέγχοντας για κάποιο λόγο την περιοχή, είναι εκείνοι που πρώτοι αντιλαμβάνονται το πρόβλημα και ενημερώνουν τον ασθενή.

Υπάρχει ένας αδρός μεν αλλά εύκολος τρόπος να διαπιστωθεί από πού προέρχεται η κακοσμία. Αρκεί να κλείσουμε τη μύτη και ο ασθενής να εκπνεύσει από το στόμα, καθώς και το ακριβώς αντίθετο.

Αν η κακοσμία αφορά τη στοματική εκπνοή, τα αίτια  εντοπίζονται στο στόμα (γλώσσα, δόντια, αμυγδαλές, ούλα)  ή και στο φάρυγγα ή ρινοφάρυγγα. Σε περίπτωση κακοσμίας της ρινικής εκπνοής το πρόβλημα πρέπει να αναζητηθεί στις ρινικές κοιλότητες, στα παραρρίνια ή το ρινοφάρυγγα.

Υπάρχει η πιθανότητα η κακοσμία να παρουσιάζεται και στην στοματική αλλά και στην ρινική εκπνοή. Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να εντοπίσουμε το ενδιαφέρον μας στο ρινοφάρυγγα.

Εάν ο οπτικός έλεγχος (και τα ενδοσκόπια στη μύτη), δεν δίνουν πληροφορίες, είναι πιθανό να χρειαστούμε ακτινολογική απεικόνιση της περιοχής για να εντοπίσουμε τυχόν βλάβες (ακτινογραφίες κόλπων του προσώπου).

Αξονική τομογραφία στο σπλαγχνικό κρανίο θα χρειαστεί σε κάποιες περιπτώσεις (επίμονη, σοβαρή κακοσμία από τα ρουθούνια), για να ελέγξουμε λεπτομερώς τα παραρίνια και το ρινοφάρυγγα και να αποκλείσουμε ενδεχόμενη παθολογία σε αυτές τις περιοχές.

Σε κάθε περίπτωση επίμονης κακοσμίας που τα αίτια δεν μπορούν εύκολα να αποδειχτούν μπορεί να χρειαστούμε και άλλες απεικονιστικές εξετάσεις όπως η αξονική (ή και μαγνητική) τομογραφία βρόγχων – πνευμόνων και της περιοχής του λάρυγγα, υποφάρυγγα, φάρυγγα και ρινοφάρυγγα.

Η πρώτη διαπίστωση

Οι ασθενείς που αντιλαμβάνονται οι ίδιοι ότι έχουν σοβαρή κακοσμία στην αναπνοή τους, είναι τις περισσότερες φορές εκείνοι που δεν εφαρμόζουν στοματική υγιεινή. Μπορεί όμως να πάσχουν από χρόνια φλεγμονή των παραρινικών κόλπων, κάποια κακοήθη ή καλοήθη νόσο στο ανώτερο ή κατώτερο αναπνευστικό (πχ. βρογχεκτασία), ή να έχουν πάθηση στο ανώτερο πεπτικό σύστημα (π.χ. εκκόλπωμα οισοφάγου, γαστρική στάση, γαστρίτιδα από ελικοβακτηρίδιο κλπ.)

Σε κακοσμίες που δεν γίνονται αντιληπτές από το ίδιο τον ασθενή, η πληροφόρηση θα έλθει συνήθως από το περιβάλλον (σύζυγος, παιδιά, σύντροφοι) αφού είναι δύσκολο σε τρίτους να θίξουν τέτοιο θέμα. Ο γιατρός είναι ο πλέον κατάλληλος για να ανακοινώσει το πρόβλημα.

Κακοσμία στα παιδιά: Αρκετά συχνά η μητέρα διαπιστώνει αιφνίδια αλλαγή στην οσμή του στόματος ή της μύτης του παιδιού της. Σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να σκεφτούμε κάποιο ξένο σώμα που το παιδί έβαλε στη ρινική του κοιλότητα και έχει αρχίσει να κάνει φλεγμονή, σήψη και κακοσμία.

Όταν το πρόβλημα γίνεται χρόνιο

Οι περισσότεροι ασθενείς πριν από το γιατρό, φροντίζουν να πάρουν κάποια μέτρα, κυρίως σχετικά με την στοματική υγεία τους. Αρκετά συχνά όμως καταλαβαίνουν ότι τα μέτρα δεν αποδίδουν, το στόμα συνεχίζει να μυρίζει δυσάρεστα και το πρόβλημά τους ακόμα και μετά από μια ή περισσότερες επισκέψεις σε γιατρό γίνεται χρόνιο.

Ο οδοντίατρος ή ο ωτορινολαρυγγολόγος που θα κληθεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της χρόνιας κακοσμίας θα πρέπει να γνωρίζει ότι έχει να κάνει με ένα απογοητευμένο και δύσπιστο άτομο που έχει ταλαιπωρηθεί χωρίς αποτέλεσμα αρκετές φορές στο παρελθόν. Θα χρειασθεί να σκύψει με ενδιαφέρον πάνω από το πρόβλημα, να εξηγήσει λεπτομερώς και να κάνει σαφέστατους τους λόγους που επιβάλουν την διενέργεια εξετάσεων και τη συνεργασία του ασθενούς. Σε αντίθετη περίπτωση ο ιατρός θα προστεθεί στην μακριά λίστα εκείνων που απέτυχαν στο παρελθόν και εγκαταλειφθήκαν από τους ασθενείς.

ΑπάντησηΑκύρωση απάντησης