Αρχική » Παθολογικα » Δυσανεξία στη λακτόζη. Αιτίες, μηχανισμοί, συμπτώματα

Δυσανεξία στη λακτόζη. Αιτίες, μηχανισμοί, συμπτώματα

μιλκ στοπ

Η λακτόζη είναι σάκχαρο. Για την ακρίβεια είναι δισακχαρίτης. Που σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα μόριο γαλακτόζης. Σαν ελεύθερο μόριο την λακτόζη, την βρίσκουμε μόνο στο γάλα (γαλακτοσάκχαρο), διότι την συνθέτει ο μαζικός αδένας των θηλαστικών.

Στη δίαιτα των ενηλίκων, αυτός ο δισακχαρίτης δεν έχει μεγάλη θρεπτική σημασία διότι το διαιτολόγιο των μεγάλων ανθρώπων είναι μεικτό και προσφέρει άνετα τις αναγκαίες θερμίδες. Όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά στον πρώτο χρόνο της ζωής, αφού η λακτόζη δίνει το 50% περίπου των καθημερινών θερμιδικών αναγκών στα βρέφη. Επομένως είναι μείζονος σημασίας και σπουδαία πηγή πρόσληψης ενέργειας για το νέο ανθρωπάκι.  

Η πέψη της λακτόζης

Για να γίνει πέψη του γάλακτος (λακτόζη), χρειάζεται λακτάση. Πρόκειται για ένα ένζυμο που παράγεται στις μικρολάχνες του λεπτού εντέρου. 

Όταν η δραστικότητα της λακτάσης είναι ανεπαρκής, η λακτόζη δεν πέπτεται και επομένως δεν μπορεί να απορροφηθεί. Έτσι μέσα στο λεπτό έντερο που συμπεριφέρεται σαν ημιπερατή μεμβράνη, η λακτόζη λειτουργεί σαν ωσμωτικό φορτίο. Στην ώσμωση, έχουμε μεταφορά νερού από την πλευρά της αραιότερης συγκέντρωσης μιας ουσίας, στην πλευρά της μεγαλύτερης, προκειμένου να αραιωθεί. Έτσι από τον οργανισμό εκκρίνεται μέσα στον αυλό του λεπτού εντέρου άφθονο νερό. 

Σαν συνέπεια έχουμε ταχεία κένωση του περιεχομένου του (και επομένως πλημμελή απορρόφηση της λακτόζης), προς το παχύ έντερο όπου και ζυμώνεται από την χλωρίδα που υπάρχει εκεί.
Τα συμπτώματα που προκαλούνται από την διαδικασία αυτή, προκαλούν την κατάσταση εκείνη που ονομάζεται δυσανεξία στη λακτόζη.

Η λακτάση στα μωρά

Ένα ελάχιστο ποσοστό βρεφών θα γεννηθεί χωρίς την ικανότητα να παράγει λακτάση στις λάχνες του λεπτού εντέρου. Αυτή είναι η συγγενής ανεπάρκεια λακτάσης και παραμένει δια βίου.

Υπάρχει και η δευτεροπαθής ανεπάρκεια λακτάσης στα μωρά, όπου μετά από μια γαστρεντερίτιδα μπορεί να παρουσιαστεί δυσανεξία λακτόζης. Αυτό είναι συνήθως προσωρινό και η έκπτωση παραγωγής ενζύμων ανακάμπτει. Το διάστημα που θα απαιτηθεί είναι από 2 έως 4 εβδομάδες και σπανίως περισσότερο.


Πότε λέμε ότι η λακτάση ανεπαρκεί;

Στην βρεφική ζωή, το γάλα που έχει κυρίαρχο ρόλο στην διατροφή μας πέπτεται διότι η παραγωγή λακτάσης είναι επαρκής. Όμως όταν η δίαιτα μας γίνεται όλο και περισσότερο σύνθετη, μετά από τον πρώτο χρόνο η ανάγκες του οργανισμού δεν είναι μεγάλες. Έτσι, με ‘’οδηγίες’’ που ελέγχονται γενετικά, η παραγωγή της λακτάσης μειώνεται. Τελικά δυο στους τρείς ενήλικες έχουν μειωμένα επίπεδα δραστικότητας της λακτάσης χωρίς αυτό να σημαίνει πάντοτε κάτι παθολογικό.

 Θα προκύψει εντούτοις συμπτωματολογία ανεπάρκειας,

μόνον όταν και εάν η δραστικότητα του ενζύμου, περιοριστεί 

στο 10% περίπου ή και πιο κάτω,

από το επίπεδο της γέννησης.

 Αξίζει να σημειωθεί ότι άτομα που κατάγονται από τη Βόρειο Ευρώπη καθώς και κάποιες νομαδικές φυλές της Βορείου Αφρικής και της Αραβίας, παραμένουν με αυξημένη δραστικότητα του ενζύμου σε όλη τους τη ζωή.  

Η επίπτωση της ανεπάρκειας λακτάσης τύπου ενήλικα, ανευρίσκεται στο 50% και πλέον στη Νότιο Αμερική, την Αφρική και την Ασία και πολύ περισσότερο (σχεδόν 100%), στην Ασία.

Στη μαύρη φυλή και τους Ασιάτες η ανεπάρκεια παρουσιάζεται ενωρίτερα (αρχή της παιδικής ηλικίας). Στη λευκή φυλή αργότερα (τέλος παιδικής ηλικίας και εφηβεία).


Αν και μεγάλες σειρές μελετών δεν έχουμε διαθέσιμες, στην Ελλάδα φαίνεται πως στην ηλικία των πέντε ετών το 25-30% έχει εγκαταστήσει ανεπάρκεια λακτάσης. Το ποσοστό αυτό αυξάνει με την πρόοδο της ηλικίας (φθάνει έως και 80% στην ηλικία των 12 ετών).

Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία στην παιδιατρική αλλά και την ιατρική της εφηβείας, διότι η έκπτωση της λειτουργικότητας της λακτάσης κρύβεται πολύ συχνά πίσω από ένα χρόνιο και υποτροπιάζοντα πόνο που αφορά παιδιά (20 έως και 40% των περιπτώσεων παιδικού κοιλιακού πόνου). Αυτό είναι αναμενόμενο αν αναλογιστούμε πως  η λακτόζη χρησιμοποιείται ευρύτατα στη βιομηχανία τροφίμων και προστίθεται σε γλυκά, σοκολάτες και άλλα προϊόντα ζαχαροπλαστικής καθώς και ψωμάκια, κουλούρια κλπ. ή και φαγώσιμα όπως τα λουκάνικα.

Ποια είναι τα Συμπτώματα;

Η διάγνωση δυσανεξίας στη λακτόζη δεν μπαίνει εύκολα. Υπάρχει ποικιλομορφία των συμπτωμάτων που μπορούν να εκδηλωθούν εξαιτίας κυρίως του ότι το επιπέδο έκπτωσης της παραγωγής λακτάσης δεν είναι για όλους ίδιο. Ισχύει πάντως ότι παιδιά και έφηβοι με συμπτώματα ευερεθίστου εντέρου, πρέπει να ελέγχονται προς αυτή την κατεύθυνση.

Η συσχέτιση της λήψης λακτόζης με τα συμπτώματα, θα βοηθήσει στην διάγνωση, αλλά αυτό δεν είναι πάντα εφικτό, ενώ επιπλέον το ιστορικό είναι δυσχερές, ιδίως σε μικρά παιδιά που δεν μπορούν να περιγράψουν σαφώς τα συμπτώματά τους.

Συμπτώματα που εμφανίζονται μέσα στα πρώτα 30 λεπτά από τη λήψη λακτόζης είναι η ναυτία και ένα αίσθημα πληρότητας (φούσκωμα) στο επιγάστριο (στομάχι). Σε περιπτώσεις που τα συμπτώματα καθυστερούν (2 έως 6 ώρες) έχουμε κοιλιακό πόνο ο οποίος μπορεί να έχει κολικοειδή χαρακτήρα. Η κοιλιά ‘’γουργουρίζει’’,  υπάρχει φούσκωμα, αποβολή πολλών αερίων και διάρροια. Η διάρροια μπορεί να είναι εντελώς υδαρής, ογκώδης, με κόπρανα αφρώδη.

Σε μεγαλύτερα παιδιά μπορεί να υπάρχει έμετος.

Δείτε και: 

Δυσανεξία λακτόζης – Η θεραπεία

Απάντηση Ακύρωση απάντησης