Ήταν κάπου προς το τέλος της δεκαετίας του 70. Στην πανεπιστημιακή κλινική ενός μεγάλου νοσοκομείου της πρωτεύουσας. Εκεί εργαζόμουν τότε, νεαρός γιατρός, και εκεί ένα πρωί, γνώρισα την Χρυσούλα.

Θα ήταν δεν θα ήταν 15 χρόνων.

Την έφεραν οι δικοί της για θεραπεία από το χωριό. Δεν το θυμάμαι πια το όνομα του, κάπου στα ημιορεινά της κεντρικής Ελλάδας.

Εκεί έβοσκε τα πρόβατα της η μικρή, όταν την βρήκε η αρρώστια και από εκεί ξεκίνησε. Στην αρχή στο κεφαλοχώρι, έπειτα στην μεγάλη πόλη και τέλος στην Αθήνα που ‘’είναι οι καλοί γιατροί’’.

Θάλαμος 39, κρεβάτι νούμερο έξι. Ακόμα το θυμάμαι.

Με την μικρή χωριατοπούλα ξαπλωμένη, να κοιτάζει γύρω της με μάτια γεμάτα δέος.

Έμεινε αρκετό διάστημα εκεί η Χρυσούλα. Πολύ παραπάνω από ένα μήνα. Όχι πως μας δυσκόλεψε η διάγνωση, αλλά γιατί έπρεπε να αρχίσει θεραπεία. Βλέπεις τα πράγματα δεν ήταν καλά. Η συμπαθέστατη χωριατοπούλα δυστυχώς, είχε λευχαιμία.

Περνούσαν οι μέρες και οι βδομάδες και η μικρή σιγά σιγά ξεθάρρεψε. Αισθάνθηκε βλέπεις και καλλίτερα αφού βόηθησε λίγο η θεραπεία και κυρίως η κορτιζόνη.

Με κάποιο τρόπο εξοικειώθηκε και με το περιβάλλον που υπήρχε στο θάλαμο. Κάθε πρωί στην επίσκεψη, την παρατηρούσα. Να προσπαθεί να καταλάβει τι έλεγα στους νεώτερους συναδέλφους και τους φοιτητές, πάνω από το προσκέφαλο του κάθε ασθενούς.

Νοιαζόταν.  Όχι μόνο για τη δική της περίπτωση. Για όλους. Και είχα την εντύπωση πως καταλάβαινε αρκετά πράγματα. Περισσότερα από όσα θα ήθελα.

Ο καιρός όμως πέρναγε. Και ο θάνατος ανοιγόκλεινε συχνά την πόρτα του θαλάμου. Έμπαινε και έβγαινε κάθε τόσο.

Και όταν ερχόταν, τις περισσότερες φορές ήταν ο νικητής.

Βλέπεις τα περιστατικά ήταν βαριά. Τα περισσότερα. Σε ανθρώπους μεγάλους, πολύ μακριά από τα χρόνια της μικρής τσοπανοπούλας.

Πότε πότε, τον μαύρο καβαλάρη τον διώχναμε, τον κλείναμε έξω, τον ξορκίζαμε και η Χρυσούλα το έβλεπε.

Είχα την εντύπωση πως μας κρυφοκαμάρωνε. Τα ματάκια της κοιτούσαν και επιδοκίμαζαν. Σαν να έλεγαν μπράβο σας, είσαστε παλικάρια. Μπορώ και εγώ να στηριχτώ επάνω σας.

Όμως, όπως είπα, ο καιρός πέρναγε. Η αρρώστια χειροτέρευε και η ιατρική ήταν ανίσχυρη. Μαζί και εμείς.

Η μικρή το διαισθάνθηκε. Κάτι στη στάση μας; Κάτι στα λόγια μας; Ίσως ο πυρετός της που δεν έπεφτε;

Ότι και αν ήταν πάντως, η Χρυσούλα το κατάλαβε και μια ημέρα που η επίσκεψη είχε τελειώσει και εγώ ακουμπισμένος στο διπλανό κρεβάτι διάβαζα απορροφημένος τις εξετάσεις ενός ηλικιωμένου ασθενούς, μου μίλησε.

Είχε γύρει το κεφαλάκι αριστερά για να με βλέπει και μου μίλησε.

Ψιθυριστά. Σαν να ντρεπόταν. Σαν να μην ήθελε να ακούσει κανείς άλλος.

Γιατρούλη΄μ. Είπε με την χαρακτηριστική ντοπιολαλιά της.

Σήκωσα τα μάτια από τις εξετάσεις. Ναι Χρυσούλα, είπα. Τι θέλεις;

Γιατρούλη΄μ, επανέλαβε. Μην με αφήσεις να πεθάνω.

Δεν θυμάμαι ακριβώς πως αντέδρασα. Η αλήθεια είναι πως με αιφνιδίασε.

Είπα: τι πράγματα είναι αυτά που λες κορίτσι μου, ή κάτι ανάλογο, άπλωσα και της χάιδεψα τα μαλλιά και βγήκα γρήγορα στο διάδρομο για να μην προδοθώ.

Λίγα εικοσιτετράωρα μετά, η Χρυσούλα έπεσε σε κώμα και ένα πρωί, ο εφημερεύων συνάδελφος με ενημέρωσε πως έφυγε. Μέσα στη νύχτα.

Με πείραξε που δεν ήμουν εκεί. Ένοιωσα άσχημα. Και κάθε που θυμάμαι τα λόγια της, ακόμα νοιώθω.

Μετά από τόσα χρόνια.

ΑπάντησηΑκύρωση απάντησης

Trending

Discover more from 1400 Γραμμαρια

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading