Οι σημερινές επιστημονικές γνώσεις, όλο και περισσότερο, μας προτρέπουν να συμπεράνουμε πως δεν υπάρχει θάνατος. Κλειστό σύστημα το σύμπαν και ότι περιέχει, ύλη και ενέργεια, παραμένει άφθαρτο.

Μην φοβάστε όμως, δεν θα σας ζαλίζω σήμερα με βαρετά θεωρήματα. Μια ιστορία θα σας πω. Μια αληθινή ιστορία. Μικρή και ταπεινή. Και εσείς βγάλτε τα συμπεράσματα σας.
………………………………………………………………….
Ήταν πάνω κάτω στα μισά του Σεπτέμβρη .
Ίσως και λίγο αργότερα.

Πρωινό Δευτέρας. Σκεπασμένο με μολυβένια σύννεφα και μαχμουρλίδικο.

Θάλεγες πως η βδομάδα δεν ήθελε να πάρει μπρός. Να ξυπνήσει, να σηκωθεί. Να πιάσει δουλειά.

Αλλά και λόγου μου εδώ που τα λέμε δεν ήμουν στις καλές μου και οδηγούσα μηχανικά το αυτοκίνητο πλησιάζοντας την πόλη.

Είχα πάρει τον κατήφορο προς τα προαστιακά φανάρια θυμάμαι, όταν άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες χοντρές σταγόνες βροχής.

Αργά, αραιά, τελετουργικά. Σαν βαρυσήμαντη δήλωση αλλαγής εποχής.
………………

Ο δρόμος με τις πρώτες βροχές θέλει προσοχή. Έκοψα λοιπόν ταχύτητα.

Και έτσι, πρόλαβα και το είδα!

Το μικρό γατάκι, στην άκρη – άκρη του δρόμου, δίπλα στο τσιμεντένιο διάζωμα, νεκρό.

Η εικόνα πέρασε μόνο για μερικά δευτερόλεπτα από τα μάτια μου, αλλά δεν μου έμενε αμφιβολία πως σύρθηκε μέχρις εκεί.
Μέσα στην αγωνία και τον πόνο του, να πιάσει άκρη, μήπως γλυτώσει.

Και, αυτό ήταν όλο.

Η ζωή εγκατέλειψε το μικρό σωματάκι και πέταξε μακριά. Ποιος ξέρει κατά που.

Η καρδιά μου σφίχτηκε και μια πικρή σταγόνα στάλαξε στην ψυχή. Βλέπεις, είναι πολύτιμο πράγμα η ζωή. Κάθε ζωή.
…………………………..

Τις επόμενες ημέρες, κάθε φορά που πλησίαζα το ίδιο σημείο του δρόμου, το αθώο μικρό θύμα ήταν πάντα εκεί.

Για Δημοτική φροντίδα ούτε λόγος φυσικά, ενώ να σταματήσεις εσύ στο συγκεκριμένο σημείο του εθνικού δρόμου, ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνο.

Έτσι η φύση έκανε τη δουλειά της και μέσα στις επόμενες εβδομάδες, ότι απόμεινε ήταν δύσκολο να καταλάβεις τι υπήρξε αν δεν το ήξερες, όπως εγώ.
……………………….

Ο καιρός άλλαζε βέβαια.

Κατά τον Νοέμβρη οι αέρηδες σάρωναν την επιφάνεια της ασφάλτου παρασέρνοντας ότι έβρισκαν μπροστά τους.

Σκόνες, χαρτάκια, μικρά άχυρα και σκουπιδάκια έφθαναν στην άκρη του δρόμου, στροβιλίζονταν κάμποσο στη ρίζα του διαζώματος και, αρκετά από αυτά, κρατιόντουσαν όπου μπορούσαν. Σε πετραδάκια, ξυλαράκια ή ότι άλλο έβρισκαν διαθέσιμο.

Με όλα τα άλλα, έβρισκαν άγκυρα και σε ότι είχε απομείνει από το μικρό πλασματάκι.

Σύντομα , πολλά μικρά ‘’βουναλάκια’’ είχαν σχηματιστεί στη ρίζα και κατά μήκος του τσιμεντένιου διαχωριστικού κ αι αν δεν ήξερες, ήταν δύσκολο να καταλάβεις πως και τι. Ποια ήταν η αιτία και ποια η αρχή.
……………………………..

Ο χειμώνας που ήλθε ήταν βαρύς.

Τα πρωινά, συχνά έβρεχε και, κάποτε, καταρρακτωδώς.

Προσπερνούσα οδηγώντας προσεκτικά, χωρίς να αφήνω από τα μάτια το κατάστρωμα του δρόμου.

Αλλά, αν και δεν αναζητούσα τον ‘’τύμβο’’ της, η μικρούλα, χαμένη με αγωνία ζωή, όταν πλησίαζα, ερχόταν πάντοτε στο νου μου. Για αρκετό διάστημα.

Μου έγινε συνήθεια και με την άκρη του ματιού, χωρίς να παύω να προσέχω μπροστά, υπολόγιζα που βρισκόμουν και ήξερα το ακριβές σημείο. Και ξεχώριζα το βουναλάκι της από όλα τα άλλα.
……………………………

Καλπάζουν όμως οι καιροί. Ειδικά στα τωρινά δύσκολα χρόνια της πατρίδας. Καλπάζουν και μας θολώνουν οι σκέψεις το μυαλό.

Και προσπέρναγα όλο και συχνότερα χωρίς να θυμηθώ. Χωρίς να κοιτάξω.

Και έτσι, πριν το καταλάβω, έφτασε άνοιξη.

Ήταν πρωί Μ. Σάββατο.

Για άλλη μια φορά κατηφόριζα τον ίδιο δρόμο. Με ανοιχτά παράθυρα για να τρυπώνουν εύκολα οι μυρωδιές της άνοιξης.

Και με μικρή ταχύτητα , αργία βλέπεις και δεν βιαζόμουν, για να απολαμβάνω το λαμπρό φώς του ήλιου που έλουζε τα πάντα.

Κάπου μακριά ακούγονταν χαρμόσυνες καμπάνες.

Έριξα μια ματιά στο ρολόι. Ήταν εννιά.

Πρώτη Ανάσταση σκέφτηκα.

Συνέχισα να κοιτάζω ολόγυρα θαυμάζοντας την ανοιξιάτικη φύση.
Ξαφνικά όμως, τα μάτια μου σταμάτησαν να πλανιόνται και κοντοστάθηκαν.

Ναι, στο μικρό ‘’βουναλάκι’’.

Αυτό που έβλεπα μήνες τώρα. Στην ίδια θέση που ήξερα πάντα.
Μόνο που σήμερα, ξεχωριστή βλέπεις ημέρα, είχε φορέσει τα γιορτινά του. Δυο παπαρούνες το στόλιζαν . Δυο παπαρούνες κόκκινες στο χρώμα της φωτιάς.

Χαμογέλασα με συγκίνηση. Άνοιξη και Ανάσταση.

Αχ μωρέ Ελλάδα, μόνο εσύ είσαι έτσι καμωμένη, είπα.

Κοίταξα πίσω το δρόμο, η κίνηση ήταν μικρή.

Σταμάτησα δεξιά στην άκρη και έμεινα να κοιτάζω απέναντι, αποτυπώνοντας την εικόνα στο νου. Αυτή την εικόνα που συμβόλιζε την άνοιξη και την Ανάσταση.

Οι καμπάνες της κοντινής εκκλησιάς, εξακολουθούσαν να χτυπούν με ενθουσιασμό.

Αληθώς Ανέστη ο Κύριος , αναπήδησε από μέσα μου.
Αληθώς.

Ναι, η ζωή δεν χάνεται. Μπορεί να φεύγει κάποια στιγμή, αλλά ξανάρχεται. Κύκλους κάνει φίλοι μου. Κύκλους .

Για αυτό και όταν κάποιος φεύγει καλοί μου, δεν λέμε πως πεθαίνει. Λέμε πως μεθίσταται.

Από την εκκλησία του Δήμου την στρατευμένη,
στην εκκλησία του ουρανού, την θριαμβεύουσα.

Και, ποιος ξέρει;
Ίσως εκεί επάνω καί το μικρό γατάκι να μπερδεύεται στα πόδια μας χουρχουρίζοντας.

ΑπάντησηΑκύρωση απάντησης

Trending

Discover more from 1400 Γραμμαρια

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading